- μικροτέχνημα
- τομικρών διαστάσεων έργο τέχνης, μικρό κομψοτέχνημα, μινιατούρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -τέχνημα (< -τεχνώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κ.Δ. Μυλωνά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροτέχνημα — το, ατος κάθε έργο τέχνης με μικρές διαστάσεις, η μινιατούρα: Στην έκθεση ξεχώριζαν τα μικροτεχνήματα του 19ου αιώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροτεχνικός — ή, ό [μικροτεχνία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικροτεχνία ή στο μικροτέχνημα 2. το θηλ. ως ουσ. η μικροτεχνική η τέχνη κατασκευής μικροτεχνημάτων, η μικροτεχνία … Dictionary of Greek
μπιμπελό — και μπιμπλό, το μικρό διακοσμητικό αντικείμενο, μικροτέχνημα, κομψοτέχνημα, που τοποθετείται συνήθως σε εταζέρα ή σε άλλο έπιπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ηχομιμητική λ. bibelot] … Dictionary of Greek
νικίδιον — νικίδιον, τὸ (Α) [νίκη] μικρό άγαλμα ή μικροτέχνημα τής θεάς Νίκης … Dictionary of Greek
σμάλτο — Υαλώδης εύτηκτη ουσία, που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό, προστατευτικό ή στεγανοποιητικό επίχρισμα σε μεταλλικά ή κεραμικά αντικείμενα. Όπως το γυαλί, έτσι και τα σ. έχουν κύριο συνθετικό τα πυριτικά και βορικά άλατα νάτριου ή κάλιου και… … Dictionary of Greek